διαπεράσει

διαπεράσει
διαπερά̱σει , διαπεράω
go over
aor subj act 3rd sg (attic epic)
διαπερά̱σει , διαπεράω
go over
aor subj act 3rd sg (epic doric aeolic)
διαπερά̱σει , διαπεράω
go over
fut ind mid 2nd sg (attic)
διαπερά̱σει , διαπεράω
go over
fut ind act 3rd sg (attic)
διαπερά̱σει , διαπεράω
go over
fut ind mid 2nd sg (doric aeolic)
διαπερά̱σει , διαπεράω
go over
fut ind act 3rd sg (doric aeolic)
διαπερά̱σει , διαπεράω
go over
aor subj act 3rd sg (attic epic)
διαπερά̱σει , διαπεράω
go over
aor subj act 3rd sg (epic doric aeolic)
διαπερά̱σει , διαπεράω
go over
fut ind mid 2nd sg (attic)
διαπερά̱σει , διαπεράω
go over
fut ind act 3rd sg (attic)
διαπερά̱σει , διαπεράω
go over
fut ind mid 2nd sg (doric aeolic)
διαπερά̱σει , διαπεράω
go over
fut ind act 3rd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αδιάβροχος — η, ο (Α ἀδιάβροχος, ον) αυτός που δεν μπορεί να τόν διαπεράσει το νερό νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το αδιάβροχο πανωφόρι από ύφασμα που έχει υποστεί αδιαβροχοποίηση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + διάβροχος το ουσιαστ. αδιάβροχο αποτελεί μεταφραστικό… …   Dictionary of Greek

  • αδιακόντιστος — ἀδιακόντιστος, ον (Α) [διακοντίζω] αυτός που το ακόντιο δεν μπορεί να τόν διαπεράσει, αδιατρύπητος, άτρωτος (διόρθωση τού αδιακόνιστος, το οποίο ο Ησύχιος ερμηνεύει «άτρωτος, αναίσθητος») …   Dictionary of Greek

  • αδιαπέραστος — η, ο [διαπερνώ] 1. αυτός που δεν τόν διαπέρασε ή δεν μπορεί να τόν διαπεράσει κανείς, αδιάβατος 2. αδιάτρητος 3. στεγανός 4. (για το σκοτάδι) πολύ πυκνός· …   Dictionary of Greek

  • διαχωρητός — ή, ό (ν) 1. αυτός που μπορεί να διεισδύσει, να διαπεράσει 2. (για τροφές) ευκολοχώνευτος, ευκοίλιος 3. το ουδ. ως ουσ. το διαχωρητό ιδιότητα υποθετικής ουσίας που μπορεί να διεισδύσει μέσα στα μόρια τής ύλης …   Dictionary of Greek

  • ευκολοπέραστος — η, ο αυτός που μπορεί κάποιος να τόν διαπεράσει εύκολα («ποταμός ευκολοπέραστος») …   Dictionary of Greek

  • ευπέρατος — η, ο (ΑΜ εὐπέρατος, ον) αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να διαπεράσει εύκολα, ο ευκολοπέραστος («εὐπέρατος ποταμός», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πέρατος (< περώ «διασχίζω ποταμό»)] …   Dictionary of Greek

  • ναδίρ — Σημείο στο οποίο η κατακόρυφος που διέρχεται από τον παρατηρητή και προεκτείνεται κάτω από τα πόδια του, συναντά τον ουράνιο θόλο, αφού διαπεράσει τη Γη. To ν. είναι το εκ διαμέτρου αντίθετο σημείο του ζενίθ· συνεπώς τα δύο αυτά σημεία, ζενίθ και …   Dictionary of Greek

  • ξυλογλυπτική — Η τέχνη της απεικόνισης, πάνω σε ξύλο, διαφόρων μορφών ή καλλιτεχνικών σχεδίων. Αποτελεί μία από τις αρχαιότερες και περισσότερο διαδομένες τέχνες σε ολόκληρο τον κόσμο. Οι αρχαίοι αναπτύξανε την ξ., όχι μόνο για διακοσμητικούς λόγους αλλά και… …   Dictionary of Greek

  • πορεύσιμος — η, ο / πορεύσιμος, ον, θηλ. και ίμη, ΝΑ αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να διαπεράσει, διαβατός («ἡ τοῡ ποταμοῡ ὁδὸς πορεύσιμος ἀνθρώποις ἐγίνετο», Ξεν.) αρχ. 1. (για ζώα) επιτήδειος για πορεία («πάντα δὲ ὅσα πολύποδα καὶ ἄποδα, καὶ ὅσα πορεύσιμα… …   Dictionary of Greek

  • ραδιοθεραπεία — Η χρησιμοποίηση της ακτινοβολίας των φυσικών και τεχνητών ραδιενεργών ουσιών για θεραπευτικούς σκοπούς. Αμέσως μετά την ανακάλυψη της ραδιενέργειας από τους Γάλλους φυσικούς Μπεκερέλ και Κιουρί, διαπιστώθηκε και η βιολογική ενέργεια της. Το 1901… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”