αδιάβροχος — η, ο (Α ἀδιάβροχος, ον) αυτός που δεν μπορεί να τόν διαπεράσει το νερό νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το αδιάβροχο πανωφόρι από ύφασμα που έχει υποστεί αδιαβροχοποίηση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + διάβροχος το ουσιαστ. αδιάβροχο αποτελεί μεταφραστικό… … Dictionary of Greek
αδιακόντιστος — ἀδιακόντιστος, ον (Α) [διακοντίζω] αυτός που το ακόντιο δεν μπορεί να τόν διαπεράσει, αδιατρύπητος, άτρωτος (διόρθωση τού αδιακόνιστος, το οποίο ο Ησύχιος ερμηνεύει «άτρωτος, αναίσθητος») … Dictionary of Greek
αδιαπέραστος — η, ο [διαπερνώ] 1. αυτός που δεν τόν διαπέρασε ή δεν μπορεί να τόν διαπεράσει κανείς, αδιάβατος 2. αδιάτρητος 3. στεγανός 4. (για το σκοτάδι) πολύ πυκνός· … Dictionary of Greek
διαχωρητός — ή, ό (ν) 1. αυτός που μπορεί να διεισδύσει, να διαπεράσει 2. (για τροφές) ευκολοχώνευτος, ευκοίλιος 3. το ουδ. ως ουσ. το διαχωρητό ιδιότητα υποθετικής ουσίας που μπορεί να διεισδύσει μέσα στα μόρια τής ύλης … Dictionary of Greek
ευκολοπέραστος — η, ο αυτός που μπορεί κάποιος να τόν διαπεράσει εύκολα («ποταμός ευκολοπέραστος») … Dictionary of Greek
ευπέρατος — η, ο (ΑΜ εὐπέρατος, ον) αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να διαπεράσει εύκολα, ο ευκολοπέραστος («εὐπέρατος ποταμός», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πέρατος (< περώ «διασχίζω ποταμό»)] … Dictionary of Greek
ναδίρ — Σημείο στο οποίο η κατακόρυφος που διέρχεται από τον παρατηρητή και προεκτείνεται κάτω από τα πόδια του, συναντά τον ουράνιο θόλο, αφού διαπεράσει τη Γη. To ν. είναι το εκ διαμέτρου αντίθετο σημείο του ζενίθ· συνεπώς τα δύο αυτά σημεία, ζενίθ και … Dictionary of Greek
ξυλογλυπτική — Η τέχνη της απεικόνισης, πάνω σε ξύλο, διαφόρων μορφών ή καλλιτεχνικών σχεδίων. Αποτελεί μία από τις αρχαιότερες και περισσότερο διαδομένες τέχνες σε ολόκληρο τον κόσμο. Οι αρχαίοι αναπτύξανε την ξ., όχι μόνο για διακοσμητικούς λόγους αλλά και… … Dictionary of Greek
πορεύσιμος — η, ο / πορεύσιμος, ον, θηλ. και ίμη, ΝΑ αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να διαπεράσει, διαβατός («ἡ τοῡ ποταμοῡ ὁδὸς πορεύσιμος ἀνθρώποις ἐγίνετο», Ξεν.) αρχ. 1. (για ζώα) επιτήδειος για πορεία («πάντα δὲ ὅσα πολύποδα καὶ ἄποδα, καὶ ὅσα πορεύσιμα… … Dictionary of Greek
ραδιοθεραπεία — Η χρησιμοποίηση της ακτινοβολίας των φυσικών και τεχνητών ραδιενεργών ουσιών για θεραπευτικούς σκοπούς. Αμέσως μετά την ανακάλυψη της ραδιενέργειας από τους Γάλλους φυσικούς Μπεκερέλ και Κιουρί, διαπιστώθηκε και η βιολογική ενέργεια της. Το 1901… … Dictionary of Greek